ὁδοιπόρῳ

ὁδοιπόρῳ
ὁδοίπορος
wayfarer
masc dat sg
ὁδοιπόρος
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οδοιπορώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • οδοιπορώ — (ΑΜ ὁδοιπορῶ, έω) [οδοιπόρος] 1. εκτελώ οδοιπορία, κάνω πορεία, πεζοπορώ, ιδίως βαδίζοντας σε δρόμο μακρύ («ἀποβᾱσαι ἀπὸ τῶν πλοίων αἱ Ἀμαζόνες ὡδοιπόρεον ἐς τὴν οἰκεομένην», Ηρόδ.) αρχ. 1. διασχίζω έναν τόπο («ὡδοιπόρεις δὲ πρὸς τὶ τούσδε τοὺς… …   Dictionary of Greek

  • οδοιπορώ — οδοιπόρησα, βαδίζω, κάνω ταξίδι πεζός, πεζοπορώ και γενικά ταξιδεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθοδοιπορώ — καθοδοιπορῶ, έω (Α) (επιτατ. τού οδοιπορώ) οδοιπορώ με κόπο ή επί πολύ χρόνο ή συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὁδοι πορῶ (< ὁδοι πόρος)] …   Dictionary of Greek

  • περιοδοιπορώ — έω, Α οδοιπορώ, ταξιδεύω εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὁδοιπορῶ «ταξιδεύω»] …   Dictionary of Greek

  • αμείβω — (Α ἀμείβω) 1. παρέχω αντιμισθία, πληρώνω την αμοιβή για κάποια εργασία 2. (με ηθική σημασία) παρέχω ηθική αμοιβή ως πληρωμή για προσφερόμενη υπηρεσία, ανταμείβω, ανταποδίδω αρχ. Ι ενεργ. 1. δίνω ως αντάλλαγμα 2. παίρνω ως αντάλλαγμα 3. (για τόπο) …   Dictionary of Greek

  • διοδοιπορώ — διοδοιπορῶ ( έω) (Α) [οδοιπορώ] διοδεύω …   Dictionary of Greek

  • δρομοκοπώ — ( άω) πεζοπορώ, οδοιπορώ …   Dictionary of Greek

  • εκδημώ — (AM ἐκδημῶ, έω) 1. βρίσκομαι ή πηγαίνω σε ξένη χώρα, ξενιτεύομαι 2. φρ. «ἐκδημῶ πρὸς Κύριον» πεθαίνω αρχ. 1. είμαι εξόριστος 2. ταξιδεύω, οδοιπορώ …   Dictionary of Greek

  • εκμετρώ — ( έω) (AM ἐκμετρῶ) φρ. «ἐκμετρῶ τὸν βίον, τὸ ζῆν» πεθαίνω αρχ. 1. καταμετρώ 2. μετρώ τις διαστάσεις, παίρνω μέτρα 3. (για χρόνο) περνώ 4. αργοπορώ 5. πορεύομαι, οδοιπορώ 6. υπολογίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”